- χρηστόκαρπος
- χρηστό-καρπος, ον,A having, bearing good fruits, ib.3.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χρηστόκαρπος — having masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηστόκαρπος — ον, Α (για τόπο) αυτός που παράγει καρπούς καλής ποιότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρηστός + καρπός (πρβλ. ξηρό καρπος)] … Dictionary of Greek
χρηστόκαρπον — χρηστόκαρπος having masc/fem acc sg χρηστόκαρπος having neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηστόκαρποι — χρηστόκαρπος having masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek
χρηστοκαρπία — ἡ, Α [χρηστόκαρπος] η παραγωγή καρπών καλής ποιότητας … Dictionary of Greek